- αὐτομόλους
- αὐτόμολοςgoing of oneselfmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαυτομολώ — ἐξαυτομολῶ, έω (Α) [αυτομολώ] 1. αυτομολώ 2. παθ. προδίδομαι από αυτομόλους … Dictionary of Greek
μαχλοίονας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς αὐτομόλους Αἰθίοπας» … Dictionary of Greek